Altes Museum (Παλαιό Μουσείο)
Είναι το
πρώτο μουσείο που κτίστηκε στο Βερολίνο. Το ιστορικό, προστατευόμενο κτίριο συγκαταλέγεται
μεταξύ των πιο διακεκριμένων στον νεοκλασικισμό και είναι μια υπέροχη στιγμή στην
καριέρα του Σίνκελ. Μέχρι το 1854 ονομαζόταν Königliches Museum (Κονίγκλισες
Μουζέουμ – Βασιλικό Μουσείο). Μαζί με τα άλλα Μουσεία και ιστορικά κτίρια στο
νησί των Μουσείων, το Altes Museum χαρακτηρίστηκε το 1999 Μνημείο
Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η ροτόντα
Σχεδίαση και τοποθεσία
Στις αρχές
του 19ου αιώνα, η αστική τάξη της Γερμανίας είχε αποκτήσει όλο και
περισσότερη αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση. Αυτή η ανερχόμενη τάξη άρχισε να
αγκαλιάζει νέες ιδέες όσον αφορά τη σχέση της με την τέχνη, και απόψεις όπως ότι
η τέχνη θα ‘πρεπε να είναι ανοιχτή στο κοινό και ότι οι πολίτες θα ‘πρεπε να
μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μια ολοκληρωμένη πολιτιστική εκπαίδευση, άρχισαν
να διαποτίζουν την κοινωνία.
Η ροτόντα
Όταν πολλοί
θησαυροί της Γερμανίας ανακτήθηκαν από τη Γαλλία μετά την ήττα του Ναπολέοντα
το 1815, ο βασιλιάς Φρειδερίκος
Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας, που ήταν ισχυρός υποστηρικτής αυτού του ιδανικού
του Χούμπολτ
για την εκπαίδευση, ανέθεσε στον Καρλ
Φρίντριχ Σίνκελ τον σχεδιασμό ενός δημόσιου μουσείου για την βασιλική
συλλογή έργων τέχνης, με ευρεία υποστήριξη του κοινού και ο Σίνκελ πήρε υπόψη την
ιδέα του Χούμπολτ, ότι το μουσείο πρέπει να ανοίξει στο κοινό ως εκπαιδευτικό
ίδρυμα.
Το Αγόρι που προσεύχεται
Τα σχέδια του
Σίνκελ για το Μουσείο Königliches, όπως ήταν τότε γνωστό, επηρεάστηκαν από τα προσχέδια
του διαδόχου του θρόνου, μετέπειτα βασιλιά Φρειδερίκο
Γουλιέλμο Δ΄, ο οποίος ήθελε ένα κτίριο εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από την
αρχαιότητα. Ο διάδοχος έστειλε στον Σίνκελ μέχρι και σκίτσο από μολύβι μιας
μεγάλης αίθουσας διακοσμημένης με κλασικό πρόστωο.
Τα σχέδια του
Σίνκελ ενσωμάτωναν το Μουσείο Königliches σε ένα σύνολο κτιρίων, που περιέβαλαν
το Lustgarten (κήπος αναψυχής). Το Stadtschloss (Ανάκτορο
του Βερολίνου) στο νότο ήταν το σύμβολο της κοσμικής εξουσίας, το Zeughaus (Οπλοστάσιο – σημερινό Μουσείο
Γερμανικής Ιστορίας) στα δυτικά αντιπροσώπευε την στρατιωτική ισχύ, και ο Καθεδρικός (Berliner Dom) ανατολικά ήταν η ενσάρκωση της θείας εξουσίας. Το μουσείο στο
βόρειο τμήμα του κήπου, το οποίο προοριζόταν για την διαπαιδαγώγηση του λαού,
ήταν το σύμβολο της επιστήμης και της τέχνης – ιδιαίτερα για την πρωτοπορία
τους: την ενσυνείδητη μπουρζουαζία. Για την πρόσοψη, που βλέπει στο Lustgarten,
μια απλή αίθουσα με κολόνες μεγαλοπρεπούς στιλ και ανάλογης με την σπουδαιότητα
της θέσης, θα έδινε σίγουρα τον χαρακτήρα του κτιρίου.
Η όψη του
κτιρίου ακολουθεί τους κανόνες σχεδιασμού της αρχαίας Ελλάδας και ενσωματώνει
έτσι την ιδέα ενός μουσείου που έχει τις ρίζες του στον Διαφωτισμό, ως εκπαιδευτικό
ίδρυμα της αστικής τάξης.
Το διώροφο
κτίριο έχει μήκος 87 μέτρα και πλάτος 55 μέτρα. Αποτελείται από μια κυβική δομή
με επίπεδη οροφή, η οποία είναι κλειστή προς τα έξω από ένα λόμπι με 18 κίονες.
Δεκαοκτώ αετοί από ψαμμίτη κάθονται στο θριγκό της αίθουσας πάνω από τις
στήλες
Η διάταξη των
δεκαοκτώ ιωνικών
κιόνων που κοσμούν το μέτωπο του μουσείου, επηρεάστηκε από το Lustgarten.
Το πρόστωο ήταν σχεδιασμένο με σκοπό να δίνει στο κτίριο του μουσείου ένα
εξωτερικό που να ταιριάζει στη θέση του στο χώρο, στον οποίο μπορούν να
τοποθετούνται τα μνημεία.
Το ορθογώνια
διαμορφωμένο κτίριο περικλείει δύο μεγάλους χώρους και μια διώροφη κεντρικά
τοποθετημένη ροτόντα, βασισμένη στο σχέδιο του Πάνθεον
στη Ρώμη,
υπογραμμίζει την ιερή διάσταση του μουσείου ως ναού τέχνης. Το εσωτερικό της
ροτόντας έχει γλυπτά θεών της αρχαιότητας στις εσοχές των τοίχων της. Δύο
συμπλέγματα αγαλμάτων στολίζουν την μεγάλη υπαίθρια σκάλα της εισόδου. Είναι η έφιππη Αμαζόνα του Αύγουστου Κις (August Kiß) και ο Μαχητής Λιονταριού του Άλμπερτ Βολφ (Albert Wolff).
Ο Σίνκελ είχε
έτοιμα τα σχέδια για το Μουσείο Königliches ήδη από το 1822/23, αλλά η
κατασκευή του δεν άρχισε παρά το 1825 και ολοκληρώθηκε το 1828. Το μουσείο
εγκαινιάστηκε στις 3 Αυγούστου 1830. Ο Σίνκελ ήταν επίσης υπεύθυνος για την
ανακαίνιση του Καθεδρικού σε νεοκλασικού στιλ (από μπαρόκ
που ήταν), και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανακαίνιση του Lustgarten από τον Peter Joseph Lenné,
η οποία συνέπεσε με την κατασκευή του μουσείου, σε ένα εναρμονισμένο και
ολοκληρωμένο σύνολο.
Το 1841, ο
βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ ανακοίνωσε με βασιλικό διάταγμα, ότι
ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού του Σπρέε
(που είναι γνωστό σήμερα ως νησί των Μουσείων) “μετατρέπεται σε ναό της τέχνης
και της επιστήμης”. Το 1845, με την ολοκλήρωση του Neues Museum (Νέο Μουσείο),
το Μουσείο Königliches μετονομάστηκε σε Altes Museum (Παλαιό Μουσείο), ονομασία
που έχει μέχρι σήμερα.
Ιστορικό
Η διορισμένη
από τον θρόνο επιτροπή, που ήταν υπεύθυνη για το περιεχόμενο του μουσείου, αποφάσισε
να εκθέσει μόνο “Υψηλή Τέχνη” στο κτίριο, στην οποία περιλαμβάνονταν πίνακες,
εκτυπώσεις και σχέδια παλαιών μετρ (Old Master) στον πάνω όροφο,
αλλά και κλασική γλυπτική από την αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη στο ισόγειο. Αυτό
απέκλειε την ενσωμάτωση της εθνογραφίας, της προϊστορίας και των θησαυρών της
αρχαίας Εγγύς Ανατολής που ήρθαν στο φως από ανασκαφές στην Ασσυρία και την
Περσία (και αλλού). Αντ’ αυτού, αυτά τα τεχνουργήματα τοποθετήθηκαν στο Schloss Monbijou.
Με την
ολοκλήρωση του Neues Museum (Νέο Μουσείο)
από τον Φρίντριχ Άουγκουστ Στίλερ το 1855, το
Νησί των Μουσείων άρχισε να παίρνει μορφή. Ακολούθησε η Εθνική Πινακοθήκη (Nationalgalerie)
σήμερα γνωστή ως Alte Nationalgalerie (Παλαιά
Εθνική Πινακοθήκη) από τον Johann Heinrich Strack
(1876), του Μουσείο Kaiser-Friedrich (σήμερα Bodemuseum – Μουσείο
Μπόντε) από τον Ernst
von Ihne σε σχέδια του Στίλερ (1904), και το Pergamonmuseum (Μουσείο
της Περγάμου) από τον Alfred
Messel και τον Ludwig
Hoffmann (1930). Έτσι εξελίχθηκε στο θεσμό που είναι σήμερα το νησί των
Μουσείων.
Η
ανακατασκευή του Καθεδρικού, 1894-1905, από τον Γιούλιους Καρλ Ράσντορφ σε νέο-αναγεννησιακό (Neo-Renaissance)
στιλ (αντικαθιστώντας τον κλασικό καθεδρικό του Σίνκελ) διέσπασε σοβαρά το
κλασικό σύνολο, ειδικά αφού ο νέος καθεδρικός έχει σημαντικά μεγαλύτερες
διαστάσεις από τον προκάτοχό του.
Την εποχή του
Εθνικοσοσιαλισμού,
το Altes Museum χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για την προπαγάνδα, τόσο το ίδιο το
μουσείο, όσο και οι χώροι παρελάσεων του επανασχεδιασμένου Lustgarten. Λίγο
πριν το τέλος του Β΄ΠΠ,
το μουσείο έπαθε σοβαρές ζημιές όταν ένα φορτηγό καυσίμων εξερράγη μπροστά από το
μουσείο, και οι νωπογραφίες που είχαν σχεδιάσει ο Σίνκελ και ο Peter Cornelius, που
κοσμούσαν τον προθάλαμο και τον πίσω τοίχο του πρόστωου, χάθηκαν σε μεγάλο
βαθμό.
Με Γενικό
Διευθυντή τον Ludwig Justi, το κτίριο ήταν το πρώτο στο νησί των
Μουσείων που του έγινε ανακατασκευή και ανακαίνιση, μεταξύ των ετών 1951 – 1966,
από τον Hans
Erich Bogatzky και τον Theodor Voissen. Σύμφωνα με τα σχέδια του Σίνκελ, οι
τοιχογραφίες της ροτόντας αποκαταστάθηκαν το 1982. Ωστόσο, δεν
ανακατασκευάστηκαν ούτε οι περίτεχνες οροφές των ισόγειων εκθεσιακών χώρων ούτε
τα ζεύγη των κιόνων κάτω από τις δοκούς. Η παλιά σύνδεση με το Neues Museum
(Νέο Μουσείο) δεν έχει ξαναχτιστεί. Αντ’ αυτού σχεδιάζεται ένας υπόγειος
διάδρομος που θα συνδέει όλα τα μουσεία στο νησί των Μουσείων ως μέρος των Museumsinsel
2015 ανακαινίσεων.
Η
συλλογή αρχαιοτήτων
Το Altes
Museum κατασκευάστηκε για να στεγάσει όλες τις συλλογές καλών τεχνών στην πόλη,
περιλαμβανομένων των πινάκων
των παλαιών μαιτρ, των εκτυπώσεων
και των σχεδίων. Ωστόσο, από το 1904, το μουσείο στέγασε αποκλειστικά την Antikensammlung
(Συλλογή Κλασικών Αρχαιοτήτων). Από το 1998, η Antikensammlung εκθέτει την
ελληνική συλλογή της, περιλαμβανομένου
του “θησαυρού”, στο ισόγειο του Altes Museum, το οποίο είναι και πάλι
αποκλειστικά αφιερωμένο στην κλασική αρχαιότητα, μετά την αναδιάρθρωση των
εκθεμάτων που ολοκληρώθηκε το 2011. Η μόνιμη συλλογή περιλαμβάνει μια μεγάλη
ποικιλία αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής διακοσμητικής τέχνης, περιλαμβανομένων
αγγείων, γλυπτών, αντικειμένων τέχνης και κοσμημάτων σε μια πλούσια ποικιλία
δομημένη θεματικά. Αυτά είναι κυρίως μικρότερα αντικείμενα, αφού τα μεγάλα
μνημεία της αρχαιότητας εκτίθενται στο κοντινό Μουσείο της Περγάμου.
Το ισόγειο
είναι αφιερωμένο στη φημισμένη ελληνική συλλογή και περιλαμβάνει ατραξιόν όπως “η
Κόρη του Βερολίνου” (Berlin goddess) αριστούργημα της αρχαϊκής τέχνης, “το
Αγόρι που προσεύχεται” (Praying
Boy), ένα ορειχάλκινο άγαλμα από την Ρόδο, του 300 π.Χ. περίπου και “η
ενθρονισμένη θεά του Τάραντα” (throned goddess from Taranto). Το μουσείο καυχάται επίσης
για τις καλύτερες συλλογές ελληνικών αγγείων στον κόσμο, περιλαμβανομένου ενός
αμφορέα του λεγόμενου “Ζωγράφου
του Βερολίνου” και αγγείο του Ευφρόνιου
από το 515 π.Χ. Κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, αλλά και πολύτιμοι λίθοι, αποτελούν
ένα πραγματικό θησαυροφυλάκιο κάτω από τον μπλε θόλο της οροφής με σχέδια του
Σίνκελ.
Στο μουσείο εκτίθεται
επίσης, σε μια δεύτερη ”μπλε αίθουσα”, η νομισματική συλλογή της Münzkabinett,
με περίπου 1.300 νομίσματα από τον έβδομο αιώνα π.Χ. ως τον τρίτο αιώνα μ.Χ. Η
κύρια συλλογή της Münzkabinett στεγάζεται στο Μουσείο Μπόντε (Bode Museum),
επίσης στο Νησί των Μουσείων.
Ειδικές
εκθέσεις υπάρχουν στον δεύτερο όροφο του μουσείου, όπου οι επισκέπτες μπορούν
να θαυμάσουν ετρούτσκικες και ρωμαϊκές συλλογές. Η ετρούτσκικη συλλογή είναι
μια από τις μεγαλύτερες εκτός Ιταλίας. Εδώ υπάρχουν αντικείμενα που
χρονολογούνται από τον όγδοο αιώνα π.Χ. Στις ατραξιόν περιλαμβάνονται τάφοι από
ασβεστόλιθο από το Κιούζι
και ένας πήλινος δίσκος από την Κάπουα (Capua). Υπάρχουν ακόμα
πολυάριθμα ρωμαϊκά αγάλματα και προτομές ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η συλλογή
ρωμαϊκής τέχνης περιλαμβάνει πολύτιμα αντικείμενα όπως τα ασημένια ευρήματα
του Χίλντεσχαϊμ (Hildesheim)
και πορτρέτα του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας. Αλλά υπάρχει και η “ερωτική
αίθουσα”, μια συλλογή από πίνακες, ανάγλυφα και αγάλματα με σαφείς σεξουαλικές
παραστάσεις από την αρχαιότητα. Η συλλογή αυτή βρίσκεται πίσω από κλειστές
πόρτες, και συνιστάται για επισκέπτες άνω των 18 ετών.
Πηγές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου