Neues Museum (Νέο Μουσείο)




Συνοπτικά
Το Neues Museum (Νέο Μουσείο) είναι ένα μουσείο στο Βερολίνο, που βρίσκεται στο Νησί των Μουσείων και προβάλλει την πολιτιστική ιστορία των προγόνων μας από ολόκληρο τον κόσμο. Στεγάζεται σε ένα πανέμορφο νεοκλασικό κτίριο και συγκεντρώνει 9.000 ενδιαφέροντα και ασυνήθιστα αντικείμενα που κατανέμονται σε τρεις μεγάλες ιστορικές συλλογές. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Neues Museum είναι ένα από τα πιο σημαντικά κτίρια του 19ου αιώνα στην Γερμανία. 

Η ανατολική πρόσοψη του Νόιες Μουζέουμ με σύνδεση με το Altes Museum και την κιονοστοιχία, από τον Friedrich August Stüler, Das Neue Museum in Berlin, Riedel 1862.
Κτίστηκε μεταξύ 1843 και 1855 σύμφωνα με σχέδια του κλασικιστή αρχιτέκτονα Φρίντριχ Άουγκουστ Στίλερ, μαθητή του Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ. Το μουσείο έκλεισε στις αρχές του Β’ΠΠ το 1939, και υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον βομβαρδισμό του Βερολίνου. Την ανοικοδόμηση επέβλεψε ο Άγγλος αρχιτέκτονας Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ (David Chipperfield). Το μουσείο άνοιξε και πάλι επίσημα το 2009 και έλαβε το Ευρωπαϊκό Βραβείο RIBA 2010 και το Βραβείο Ευρωπαϊκής Ένωσης 2011 Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής.
Στα εκθέματα περιλαμβάνονται συλλογές από την Αίγυπτο, την Προϊστορία και την Πρώιμη Ιστορία, όπως συνέβαινε και πριν τον πόλεμο. Στα αριστουργήματα που στεγάζει περιλαμβάνεται η εμβληματική προτομή της Αιγυπτίας βασίλισσας Νεφερτίτης.
Τόσο ως μέρος του συγκροτήματος  του Νησιού των Μουσείων, όσο και ως μεμονωμένο κτίριο, το μουσείο αποτελεί απόδειξη της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των μουσείων τον 19ο αιώνα. Με τις νέες βιομηχανοποιημένες διαδικασίες οικοδόμησης και την χρήση κατασκευών από σίδηρο, το μουσείο παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της τεχνολογίας. Δεδομένου ότι οι κλασικοί και περίτεχνοι εσωτερικοί χώροι της Γλυπτοθήκης και της Παλαιάς Πινακοθήκης στο Μόναχο καταστράφηκαν στον Β΄ΠΠ, το εν μέρει κατεστραμμένο εσωτερικό του Neues Museum κατατάσσεται στα τελευταία εναπομείναντα παραδείγματα σχεδιασμού εσωτερικού χώρου μουσείου της περιόδου αυτής στην Γερμανία. Το κτίριο είναι εντυπωσιακό και επιτυγχάνει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο μοντέρνο στιλ και τον κλασικισμό. 

Ερείπια του Neues Museum το 1984 (άποψη της αίθουσας του νότιου θόλου).
Το Neues Museum ήταν το δεύτερο μουσείο που χτίστηκε στο Νησί των Μουσείων και προοριζόταν ως επέκταση για να στεγάσει συλλογές που δεν μπορούσαν να φιλοξενηθούν στο Altes Museum (Παλαιό Μουσείο). Ανάμεσα σε αυτές ήταν συλλογές από γύψινα εκμαγεία, αρχαία Αιγυπτιακά αντικείμενα, προϊστορικές και πρώιμης ιστορίας συλλογές (Museum der vaterländischen Altertümer), η εθνογραφική συλλογή, και η συλλογή εκτυπώσεων και σχεδίων (Kupferstichkabinett). Είναι επομένως η “αρχική πηγή” των συλλογών στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Βερολίνου και στο Εθνολογικό Μουσείο του Βερολίνου.
Εκτός αυτού, το Neues Museum είναι ένα σημαντικό μνημείο στην ιστορία της κατασκευής και της τεχνολογίας. Με τις διάφορες κατασκευές σίδηρου, είναι το πρώτο μνημειακό κτίριο της Πρωσίας που εφαρμόζει με συνέπεια τις νέες τεχνικές που έγιναν δυνατές από την εκμηχάνιση. Σαν περαιτέρω καινοτομία, για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σε κατασκευή ατμομηχανή στο Βερολίνο. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιήθηκε για να μπήξει πασσάλους στο έδαφος του μουσείου. Το μαλακό, σπογγώδες έδαφος γύρω από τον ποταμό Σπρέε, σημαίνει ότι τα κτίρια στην κεντρική περιοχή του Βερολίνου χρειάζονται βαθιά θεμέλια.
Ιστορικό
Η Κατασκευή
Η κατασκευή του Neues Museum άρχισε στις 19 Ιουνίου 1841, υπό την αιγίδα της επιτροπής που ίδρυσε ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄, στην οποία συμμετείχαν ο επιμελητής των Βασιλικών Μουσείων, Ignaz von Olfers, καθώς και ο Φρίντριχ Άουγκουστ Στίλερ. Ο βασιλιάς, με το υπουργικό του συμβούλιο, είχε ήδη διατάξει στις 8 Μαρτίου 1841, όπως το έργο της κατασκευής ανατεθεί στον Στίλερ. Η κακή ποιότητα του εδάφους στο εργοτάξιο του μουσείου έγινε γρήγορα φανερή, όταν οι εργάτες βρήκαν διατομίτη ακριβώς κάτω από την επιφάνεια. Ως εκ τούτου, ήταν απαραίτητη η δομή πασσάλων κάτω από ολόκληρο το κτίριο, αποτελούμενη από 2.344 ξύλινους πασσάλους μεταξύ 6,9 και 18,2 μέτρων (23 και 60 ποδών) μήκους. Για να μπήξουν τους πασσάλους, χρησιμοποιήθηκε ατμομηχανή 5 ίππων (3.7 kW), της οποίας η ισχύς μπορούσε να αυξηθεί αν χρειαζόταν σε 10 hp (7.5 kW). Κινούσε τις αντλίες που αποστράγγιζαν το εργοτάξιο, τους ανελκυστήρες, και τις μηχανές ανάμειξης κονιάματος. Το ενημερωτικό δελτίο της Αρχιτεκτονικής Ένωσης Βερολίνου έκανε ρεπορτάζ για το εργοτάξιο και τις νέες τεχνικές συσκευές. 

Το δυτικό αέτωμα φιλοτεχνημένο από τον Αύγουστο Κις.
Στις 6 Απριλίου 1843, όταν γινόταν η τελετή τοποθέτησης του ακρογωνιαίου λίθου, τα θεμέλια, περιλαμβανομένων των υπογείων, ήταν ήδη χτισμένα. Η κατασκευή των τοίχων ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1843, οπότε το 1844 ολοκληρώθηκαν το γείσο του θριγκού και η οροφή. Το 1845, ολοκληρώθηκαν οι σιδηροκατασκευές, οι ομοιόμορφες αψιδωτές οροφές και η τοιχοποιία του διαδρόμου που συνέδεε με το Altes Museum. Με μια βοηθητική σιδηροδρομική γραμμή μεταφέρονταν οικοδομικά υλικά από τον δρόμο ακριβώς απέναντι στα δυτικά του ποταμού Σπρέε, την Am Kupfergraben, στον ατμοκινούμενο ανελκυστήρα. Στον κάθε όροφο του μουσείου, χρησιμοποιούνταν επίσης σιδηροτροχιές για την μεταφορά οικοδομικών υλικών. Το 1846, οι εργάτες άρχισαν να εργάζονται στην πρόσοψη του κτιρίου, εκτός από τα γλυπτά στα αετώματα, και επίσης άρχισαν να καθαρίζουν τους εσωτερικούς χώρους, να φτιάχνουν το μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και άρχισαν τις εργασίες στο δάπεδο. Το έργο είχε προχωρήσει καλά το 1847 και μπορούσαν να αρχίσουν οι δαπανηρές εσωτερικές εγκαταστάσεις. Η επανάσταση του Μαρτίου 1848 οδήγησε σε καθυστερήσεις στις εργασίες κατασκευής, οι οποίες όμως δεν είχαν διακοπεί εντελώς οποιαδήποτε στιγμή. Μόλις οι σχετικές επιφάνειες ολοκληρώθηκαν, άρχισε η τοποθέτηση της συλλογής, έως ότου το μουσείο άνοιξε τελικά το 1855 για το κοινό, παρόλο που οι εργασίες συνεχίζονταν σε τμήματα της εσωτερικής διακόσμησης, ειδικότερα οι τοιχογραφίες στο κλιμακοστάσιο, μέχρι το 1866.
Από τα εγκαίνια ως τον Β΄ΠΠ
Όταν άνοιξε το Neues Museum, στο ισόγειο ήταν η Αιγυπτιακή, η Πατριωτική και η Εθνογραφική συλλογή, ενώ οι συλλογές γύψινων εκμαγείων ελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων από την αρχαιότητα και έργα από την Βυζαντινή, Ρομανική, Γοτθική, Αναγεννησιακή και κλασική τέχνη καταλάμβαναν τον πρώτο όροφο. Η συλλογή χαλκογραφιών και χαρακτικών και η λεγόμενη αίθουσα τέχνης (Kunstkammer), η συλλογή αρχιτεκτονικών μοντέλων, επίπλων, πήλινων, κεραμικών και γυάλινων δοχείων, και τα εκκλησιαστικά είδη μοιράζονταν τον δεύτερο όροφο, μαζί με μικρότερα έργα τέχνης από τον Μεσαίωνα και την σύγχρονη εποχή. Το Εθνολογικό Μουσείο (Völkerkundemuseum), που ιδρύθηκε το 1873, μετακόμισε σε δικό του κτίριο το 1886 στην Königgrätzer Straße (σήμερα Stresemannstraße, το κτίριο καταστράφηκε στον Β΄ΠΠ). Έχοντας σχέση με αυτό, απομακρύνθηκαν η Εθνογραφική συλλογή, η συλλογή των πατριωτικών αρχαιοτήτων και μέρος της συλλογής της “αίθουσας τέχνης”. Το νεοσυσταθέν Μουσείο Τεχνών και Χειροτεχνίας (Kunstgewerbemuseum) απέκτησε την κατοχή των υπολοίπων περίπου 7.000 αντικειμένων της “αίθουσας τέχνης” το 1875, και μετακόμισε επίσης στο δικό του κτίριο, το  Martin Gropius Bau, το 1881. Οι χώροι που απελευθερώθηκαν στο ισόγειο στέγασαν και πάλι την Αιγυπτιακή συλλογή, ενώ οι χώροι στον πρώτο όροφο κατελήφθησαν από την συλλογή χαλκογραφιών και χαρακτικών.
Από το 1883 ως το 1887, προστέθηκε ένας επιπλέον ημιώροφος, ο οποίος δεν φαίνεται απ’ έξω, στο Neues Museum. Η συλλογή των γύψινων εκμαγείων, ένα κεντρικό στοιχείο των συλλογών την εποχή της κατασκευής του, αυξήθηκε κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα για να γίνει μια από τις πιο εκτεταμένες και ολοκληρωμένες χυτές συλλογές. Ωστόσο, λόγω της αλλαγής των προτεραιοτήτων της διεύθυνσης υπέρ των πρωτότυπων έργων τέχνης, δόθηκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου μεταξύ των ετών 1916 και 1920 (με εξαίρεση τα μεγαλύτερα αγάλματα), όπου καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό κατά την διάρκεια του Β΄ΠΠ.
Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου εγκαταστάθηκαν η συλλογή αγγείων του αρχαιολογικού μουσείου καθώς και η συλλογή παπύρων του Αιγυπτιακού μουσείου. Οι αλλαγές στο ισόγειο, από το 1919 ως το 1923, οδήγησαν για πρώτη φορά σε σημαντικές αλλαγές στο αρχικό κτίριο. Στην ελληνική αυλή, αφαιρέθηκε η αψίδα, ο ακάλυπτος καλύφθηκε με γυάλινη οροφή, και προστέθηκε ένας νέος όροφος ιδίου ύψους με το ισόγειο. Δημιουργήθηκαν έτσι αρκετοί χώροι για την έκθεση της συλλογής Αμάρνα. Στους διπλανούς χώρους του ισογείου, προστέθηκαν ψευδοροφές για την δημιουργία σύγχρονων, ουδέτερων χώρων προβολής καλύπτοντας τις αρχικές διακοσμήσεις.
Το μουσείο έκλεισε στις αρχές του Β΄ΠΠ, το 1939. Η καταστροφή στον πόλεμο ακολούθησε τις εσωτερικές καταστροφές της αρχικής διάταξης του μουσείου. Στους βομβαρδισμούς της 23ης Νοεμβρίου 1943, η κεντρική σκάλα και οι τοιχογραφίες της κάηκαν, μαζί με άλλους θησαυρούς της ανθρώπινης ιστορίας. Τον Φεβρουάριο του 1945, Συμμαχικές βόμβες κατέστρεψαν την βορειοδυτική πτέρυγα καθώς και την σύνδεση με το Altes Museum και έκαναν ζημιές στην νοτιοδυτική πτέρυγα και στην νοτιο-ανατολική πρόσοψη (risalit).
Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο 2009
Στην μεταπολεμική περίοδο, τα ερείπια του Neues Museum στο Σοβιετο-κρατούμενο τμήμα της πόλης αφέθηκαν να φθίνουν για μια μακρά περίοδο. Άλλα μουσεία στο Νησί των Μουσείων χρησιμοποιούσαν τους λιγότερο κατεστραμμένους χώρους για αποθήκη. Οι εργασίες ανακατασκευής άρχισαν το 1986 από την Ανατολικογερμανική κυβέρνηση, αλλά σταμάτησαν μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την Γερμανική επανένωση. Στην πορεία των εργασιών χάθηκαν ιστορικά τμήματα του μουσείου. Για παράδειγμα, τα τελευταία υπολείμματα της Αιγυπτιακής ακάλυπτης αυλής εξαλείφθηκαν.
Το 1997, επαναλήφθηκε ο σχεδιασμός του έργου ανασυγκρότησης και ο Άγγλος αρχιτέκτονας Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ διορίστηκε επίσημα για το έργο. Τμήματα και θραύσματα του κτιρίου τα πήρανε και τα αποθήκευσαν. Το 2003 η Επίτροπος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης για Θέματα Πολιτισμού και Μέσα Επικοινωνίας, Christina Weiss, δήλωσε με την ευκαιρία της τελετής έναρξης της ανακατασκευής του μουσείου ότι το γενικό σχέδιο είχε “σχεδόν τετραγωνίσει τον κύκλο: να τονίσει την ιστορική κληρονομιά του κτιρίου, να κατευθύνει λογικά την ροή του πλήθους των επισκεπτών και να ετοιμάσει μια σύγχρονη υποδομή”. Τον Ιανουάριο του 2006, ο Τσίπερφιλντ παρέδωσε το ολοκληρωμένο Σύγχρονο (Γερμανικό) Μουσείο Λογοτεχνίας (Literaturmuseum der Moderne) στο Γερμανικό Λογοτεχνικό Αρχείο στην Marbach am Neckar (Deutsches Literaturarchiv Marbach). 

Το εσωτερικό του μουσείου.
Επαναλειτουργία το 2009
Μετά την σταθεροποίηση των θεμελίων και των τοίχων, το κτίριο Neues αποκαταστάθηκε. Το έργο αυτό έγινε μέσα στο πλαίσιο του Γενικού Σχεδίου για το Νησί των Μουσείων του Βερολίνου, με κόστος περίπου 295 εκατ. ευρώ για το Neues Museum. Η βορειοδυτική πτέρυγα και η νοτιο-ανατολική πρόσοψη, που καταστράφηκαν ολοκληρωτικά στον πόλεμο, ανακατασκευάστηκαν σύμφωνα με το σχέδιο του Τσίπερφιλντ, με έναν τρόπο κοντά στην αρχικό τους σχέδιο στο κτίριο του μουσείου.
Τον Μάρτιο του 2009, το μουσείο επαναλειτούργησε για λίγο με άδειο το κτίριο. Τα εκθέματα δεν είχαν τοποθετηθεί εκείνη την εποχή. Στις 16 Οκτωβρίου 2009, το μουσείο άνοιξε επίσημα και πάλι. Στην τελετή επαναλειτουργίας, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ περιέγραψε το έργο του Τσίπερφιλντ ως “εντυπωσιακό και εξαιρετικό” και το μουσείο ως “ένα από τα πιο σημαντικά κτίρια μουσείων στην ευρωπαϊκή πολιτιστική ιστορία”. Ωστόσο, το σχέδιο κατασκευής του Τσίπερφιλντ έγινε θέμα συζήτησης από όσους προτιμούσαν μια πιο παραδοσιακή ανακατασκευή του αρχικού σχεδίου του 19ου αιώνα του Friedrich August Stüler. Μια ομάδα που ονομάζεται Σύλλογος Αρχαίου Βερολίνου ζήτησε το 2008 από την UNESCO να περιλάβει το Νησί των Μουσείων στη λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς που κινδυνεύουν να χάσουν τον χαρακτήρα τους, θεωρώντας την αρχιτεκτονική ιδέα του Τσίπερφιλντ να περιλάβει ολοκληρωμένες ανακατασκευές ως μορφή πολιτιστικής καταστροφής. Σε αντιδιαστολή, το σχέδιο αναγνωρίστηκε το 2011 όταν οι David Chipperfield Architects σε συνεργασία με τον Julian Harrap τιμήθηκαν με το Βραβείο Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Σύγχρονη Αρχιτεκτονική

Βασίλισσα Νεφερτίτη
Στο κτίριο, με τα 8.000 m2 σε τέσσερα επίπεδα, στεγάζεται το Αιγυπτιακό Μουσείο και η συλλογή παπύρων με την διάσημη προτομή της βασίλισσας Νεφερτίτης και άλλα έργα τέχνης από την εποχή του βασιλιά Ακενατόν. Η προτομή της Νεφερτίτης παρουσιάζεται μόνη στην θολωτή αίθουσα στα βόρεια του κτιρίου – μια εντυπωσιακή έκθεση. Ανακαλύφθηκε το 1912 και χρονολογείται από το 1360 π.Χ. Υπάρχουν επίσης πραγματικές μούμιες στο υπόγειο. Εκτίθενται επίσης τμήματα άλλης μεγάλης συλλογής, τεχνουργήματα της Λίθινης Εποχής και της ύστερης προϊστορίας από το Μουσείο Προ- και Πρώιμης Ιστορίας, με το Χρυσό Καπέλο του Βερολίνου, ένα περίτεχνο χρυσό κάλυμμα κεφαλής που θεωρείται 3.000 ετών, αλλά και το παλαιότερο έκθεμα του μουσείο, έναν πέλεκυ 700.000 ετών της πρώιμης λίθινης εποχής. Επέστρεψαν έτσι οι συλλογές δύο μουσείων του Βερολίνου στους αρχικούς τους χώρους. 









Από το εσωτερικό του μουσείου.
Ανάμεσα στα εντυπωσιακά εκθέματα είναι ο Βαρβαρικός Θησαυρός, μια συλλογή αντικειμένων που περισυλλέγησαν από την κοίτη του ποταμού Ρήνου και θεωρούνται ότι λαφυραγωγήθηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. Η Πράσινη Κεφαλή, μια Αιγυπτιακή προτομή του 350 π.Χ. από πέτρωμα Greenschists, αργυρά αντικείμενα από τον θησαυρό του Πριάμου και το αγόρι από την Xanten

Το καπέλο του Βερολίνου 


Το Αγόρι από την Ξάντεν.
Το μουσείο γίνεται μέρος του αρχαιολογικού περιπάτου: ενός υπόγειου διαδρόμου που συνδέει όλα τα κτίρια του Νησιού των Μουσείων, με εξαίρεση την Alte Nationalgalerie (Παλαιά Εθνική Πινακοθήκη). Περιλαμβάνει το Neues Museum ως σημαντικό μέρος του ιστορικού αρχιτεκτονικού πλαισίου του Νησιού των Μουσείων. Λέγεται ότι το κτίριο αντιπροσωπεύει το μόνιμο μνημείο από πέτρα για τον πρώτο του αρχιτέκτονα, τον Friedrich August Stüler, που ήθελε “ολόκληρο το κτίριο να αποτελέσει κέντρο για τα υψηλότερα πνευματικά ενδιαφέροντα του λαού, τις προτιμήσεις του οποίου καμιά άλλη πρωτεύουσα πιθανώς δεν θα μπορούσε να εκθέσει”.
Το κτίριο
Το αρχικό κτίριο (δες το σχέδιο παρακάτω) του Neues Museum ήταν σχεδόν ορθογώνιο, με τον άξονα μήκους του κτιρίου (105 m ή 344 ft) προσανατολισμένο από βορρά προς νότο, παράλληλα με την οδό Am Kupfergraben (την οδό στα δυτικά, στην απέναντι όχθη του ομώνυμου παραπόταμου του Σπρέε) και πλάτους 40 m (130 ft). Το κτίριο είναι σχεδόν κάθετο στο Altes Museum (Παλαιό Μουσείο), με την οδό Bodestraße μεταξύ τους. Η γέφυρα που συνέδεε τα δύο μουσεία (καταστράφηκε στον Β΄ΠΠ) ήταν 6,9 m (23 ft) πλάτος, 24.5 m (80 ft) μήκος, και στηριζόταν σε τρεις αψίδες. Οι τρεις όροφοι έκθεσης του κτιρίου διακοσμήθηκαν από σημαντικούς κλασικούς ζωγράφους, με επίκεντρο το μεγάλο κλιμακοστάσιο που περιστρέφεται και στους τρεις ορόφους. Το κεντρικό κλιμακοστάσιο βρισκόταν στο κέντρο του κτιρίου, με υψηλότερο σημείο τα 31 m ή 102 ft.
Οι τρεις κύριες πτέρυγες περιβάλλουν δύο εσωτερικές αυλές (ακάλυπτους), την ελληνική αυλή και την αιγυπτιακή αυλή. Η βόρεια αιγυπτιακή αυλή ήταν καλυμμένη με γυάλινη οροφή από την αρχή, αλλά η νότια ελληνική αυλή καλύφθηκε για πρώτη φορά με γυάλινη οροφή μεταξύ των ετών 1919 και 1923.
Γενικός χάρτης

Ισόγειο (Erdgeschoss): 1. Ελληνική αυλή, 2. Αιγυπτιακή αυλή, 3. Κύριος προθάλαμος, 4. Πατριωτική αίθουσα, 5. Νότιος προθάλαμος, 6. Θολωτή αίθουσα, 7. Εθνογραφική αίθουσα, 8. Αίθουσα πίσω από τις σκάλες, 9. Ιστορική αίθουσα, 10. Υποστήλιο (Hypostyle), 11. Αίθουσα Αιγυπτιακών τάφων, 12. Μυθολογική αίθουσα. Άνω όροφος (1. Stockwerk): 13. Κλιμακοστάσιο, 14. Αίθουσα Βάκχου, 15. Ρωμαϊκή αίθουσα, 16. Νότια θολωτή αίθουσα, 17. Σύνδεση με Altes Museum, 18. Αίθουσα μεσαίωνα, 19. Αίθουσα αγίου Bernward, 20. Σύγχρονη αίθουσα, 21. Ελληνική αίθουσα, 22. Αίθουσα Λαοκόωντα, 23. Αίθουσα Απόλλωνα, 24. Βόρεια θολωτή αίθουσα, 25. Αίθουσα Νουβίας.





Πληροφοριακό προσπέκτους του μουσείου.

Πηγές
·         Neues Museum. en.wikipedia
·         Neues Museum. berlin.de


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο